Παραδοσιακές Χορευτικές Ομάδες
Παράδοση είναι τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού, τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες, τα έθιμα, οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά, οι ενδυμασίες, τα κεντήματα, τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας.
Στην Πάρο, ένας χαρακτηριστικός χορός είναι ο «Αγέρανος», αναβίωση του παλαιότερου μεικτού χορού της αρχαιότητας, όπως αναφέρει η Κυριακή Ραγκούση – Κοντογιώργου.
Κατά τις ανασκαφές του Δηλίου στην Πάρο, σύμφωνα με ανακοίνωση της αρχαιολόγου – μουσικολόγου, Ζώζης Παπαδοπούλου, βρέθηκε κεραμικό πλακίδιο της γεωμετρικής περιόδου, στο οποίο εικονίζονται άνδρες γυμνοί ορχούμενοι τον αγέρανο.
Με τον Παριανό χορό ασχολήθηκαν αξιόλογοι περιηγητές, μελετητές, συγγραφείς, αρχαιολόγοι, μουσικολόγοι κ.λπ. Ο Choiseul Gouffier ονόμαζε τον Παριανό χορό «Romeca», ενώ τον συνέδεε με τους αρχαίους χορούς. Όσον αφορά τον όρο «Romeca», η Αλεξάνδρα Βουτυρά, σε διάλεξή της με θέμα: «Η απεικόνιση του χορού από τους Ευρωπαίους Περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα», υποστήριξε ότι τα «Ρωμαίϊκα» είναι παραλλαγές του συρτού και ονομάστηκε έτσι απ’ το εξής γεγονός: κάθε περιηγητής που ερχόταν στην Ελλάδα είχε μαζί του ένα Τούρκικο Φιρμάνι για να του επιτρέπουν την εύκολη μετακίνηση και έναν Δραγουμάνο διότι δεν ήξερε τη γλώσσα.
Όταν ο περιηγητής ρωτούσε: «Τι χορεύουν εδώ;» είναι πιθανόν ότι θα απαντούσε ότι χορεύουν «Ρωμαίϊκα», χαρακτηρίζοντας την εθνικότητα του χορού και όχι το είδος του. Ο όρος, εξάλλου, δεν απαντάται σε Έλληνες συγγραφείς, κατά τον Άλκη Ράφτη. Κατά τον Γεώργιο Ρούμπη, τα «Ρωμαίϊκα», δεν είναι παραλλαγές του συρτού χορού, αλλά διαφορετικά είδη του, καθώς ο συρτός παρουσιάζει παραλλαγές σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μεικτός, σε αντίθεση με τις περιγραφές και τις απεικονίσεις ορισμένων περιηγητών για τον συγκεκριμένο χορό.
Ο Γάλλος περιηγητής του 18ου αιώνα, Pierre Augustin de Guys, έδωσε μια ακριβή περιγραφή του χορού αυτού: «Η κορυφαία πιάνει ένα αγόρι από το χέρι απλώνοντάς του μαντήλι, κι ενώ το ζευγάρι κρατάει το μαντήλι από τις δύο άκρες, οι άλλοι χορευτές και χορεύτριες, ολόκληρη σειρά, περνούν και ξαναπερνούν ανάμεσά τους σκύβοντας κάτω απ’ το μαντήλι.
Στην αρχή ο χορός κινείται αργά και γύρω – γύρω. Ύστερα η κορυφαία κάνοντας διάφορα τριγυρίσματα οδηγεί το χορό γύρω της. Η τέχνη της είναι να αποσπασθεί από τη σειρά και να ξαναφανεί ξαφνικά στην κορυφή του χορού με τους πολλούς ομόκεντρους γύρους ανεμίζοντας θριαμβευτικά το μαντήλι».
Ο Γερμανός J.H. Riedesel, γύρω στα 1768, σημειώνει ότι οι Παριανές θεωρούνται οι καλύτερες χορεύτριες του Αιγαίου, κυρίως στο «Ρωμαίικο» ελληνικό χορό, που είναι πολύ ευγενικός. Ο Φαίδων Κουκουλές, βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός, περιγράφει τον αγέρανο σαν είδος κυκλικού χορού, με πολλούς ελιγμούς. Κατά τον χορό αυτό, ψάλλετε ένα ειδικό άσμα, ο «αγέρανος», κατά τη διάρκεια του οποίου οι χορευτές, με αργό ρυθμό, κάνουν τρία βήματα προς τα δεξιά και ένα, έπειτα, προς τα αριστερά. Οι χορευτές περιφέρονται, ενώ ο καθένας στηρίζει τα χέρια του στον ώμο του συγχορευτή του και ίσως αυτό να είναι «το των αρχαίων ‘έκαστος υφ’ εκάστου’».
Η Δώρα Στράτου αναφέρει τα εξής για τον αγέρανο της Πάρου: «ένα ζευγάρι στέκεται σε μια μεριά και γύρω του αρχίζουν να προστίθενται τα υπόλοιπα. Όταν κουλουριάσει, αρχίζει το ξεκουλούριασμα από το ζευγάρι που βρίσκεται απ’ έξω. Συνήθως τραγουδιέται και χορεύεται χωρίς μουσική υπόκρουση. Οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους, τα βήματα πάνε αργά στο πρώτο μέρος της μουσικής, ενώ στο δεύτερο γίνονται πηδηχτά και ταχύτερα».
Τέλος, οι παραδοσιακοί χοροί της Πάρου, συνοδεύονται από βιολί, λαούτο, τσαμπούνα και τυμπάκι.